- συγκατορύττοντες
- συγκατορύσσωbury withpres part act masc nom/voc pl (attic)συγκατορύ̱ττοντες , συγκατορύσσωbury withpres part act masc nom/voc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.